23.3.10

ΕΓΚΡΑΤΕΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΖΩΗ

Σπήλαιο ασκήσεως Αγ. Γρηγορίου Παλαμά
(Σκήτη Βεροίας, φωτο Αρχιμ. Δανιήλ)


Η αναγκαιότητα για μια υπεύθυνη στάση και μια συνειδητή πορεία κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή μάς υποχρεώνει να θέσουμε το ερώτημα: Ποιο είναι το νόημα της ιερής αυτής περιόδου; Σε τι συνίσταται η πιο βασική επιδίωξή μας;
Απάντηση στο ερώτημα αυτό ανευρίσκουμε στην εκκλησιαστική μας υμνογραφία, στους ιερούς ύμνους με τους οποίους ολόκληρη την Τεσσαρακοστή απευθυνόμαστε προς τον Τριαδικό Θεό μας.
Οι ύμνοι αποτελούν την ιερή γλώσσα της λατρείας. Και σ’ αυτούς έχει αποταμιευθεί ο πλούτος της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Μ’ αυτούς εκφράζεται η εξαγιασμένη αίσθηση του λαού του Θεού.
Ένας, λοιπόν, από τους ύμνους που ψάλαμε και που μάς υποδεικνύει τι οφείλουμε να πράξουμε και πώς θα πρέπει να βιώσουμε κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, είναι και το 1ο Προσόμοιο του Τριωδίου. Ο υμνογράφος απευθύνεται σε όλους μας, απευθύνεται στη συναγμένη Εκκλησία και την προτρέπει:

«Εγκράτεια την σάρκα ταπεινώσαι πάντες σπουδάσωμεν, το θείον υπερχόμενοι στάδιον της αμώμου νηστείας...».

Δηλαδή: Καθώς εισερχόμαστε στο ιερό στάδιο της άμωμης νηστείας, ας αγωνιστούμε με ζήλο να ταπεινώσουμε τη σάρκα με την εγκράτεια.
Το πρώτο για το οποίο οφείλουμε να αναρωτηθούμε είναι, τι σημαίνει εγκράτεια στη γλώσσα της χριστιανικής ασκήσεως.
Προκαταβολικά θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι εγκράτεια δεν είναι μόνο η νηστεία, νοούμενη αποκλειστικά ως αποχή βρωμάτων. Το περιεχόμενο της εγκράτειας, σύμφωνα με τη χριστιανική εμπειρία, είναι πολύ πιο ευρύ. Αυτό μάς επισημαίνει και ο Μ. Βασίλειος:
«Εγκράτειαν δε ηγούμεθα ορίζεσθαι ου μόνον την των βρωμάτων αποχήν (τούτο γαρ πολλοί και των παρ’ Έλλησι φιλοσόφων κατώρθωσαν), αλλά προ γε πάντων τον των οφθαλμών ρεμβασμόν».
Δηλαδή: «Η εγκράτεια νομίζουμε πώς δεν περιορίζεται μόνο στην αποχή των βρωμάτων, των τροφών (διότι αυτό το κατόρθωσαν και πολλοί από τους αρχαίους ειδωλολάτρες φιλοσόφους), αλλά προπάντων στον ρεμβασμό των ματιών».
Τι, λοιπόν, είναι η εγκράτεια; Επικαλούμαι δύο πατερικούς ορισμούς, έναν του Χρυσοστόμου και έναν του Βασιλείου, οι οποίοι μάς βοηθούν να κατανοήσουμε το πνεύμα της χριστιανικής εγκράτειας.
Κατά τον ι. Χρυσόστομο «τούτο εστιν εγκράτεια, το μηδενί υποσύρεσθαι πάθει». Εγκράτεια είναι να μην παρασύρεται και να μην υποκύπτει ο χριστιανός σε κάποιο πάθος.
Ο Μ. Βασίλειος είναι ο αναλυτικότερος: «Έστιν ουν η εγκράτεια», μάς λέει, «αμαρτίας αναίρεσις, παθών απαλλοτρίωσις, σώματος νέκρωσις μέχρι και αυτών των φυσικών παθημάτων τε και επιθυμιών, ζωής πνευματικής αρχή, των αιωνίων αγαθών πρόξενος, εν εαυτή το κέντρον της ηδονής αφανίζουσα».
Δηλαδή: «Εγκράτεια είναι η αναίρεση της αμαρτίας, η αποξένωση από τα πάθη, η νέκρωση του σώματος μέχρι των αυτών των φυσικών επιθυμιών και λειτουργιών, είναι η αρχή της πνευματικής ζωής, αυτή που γίνεται πρόξενος των αιωνίων αγαθών, αφανίζοντας με τη δύναμή της το κεντρί της φιληδονίας».
Η εγκράτεια, λοιπόν, στη χριστιανική μας εμπειρία είναι κάτι πολύ ευρύτερο από τη νηστεία των τροφών. Εκφράζει το πνεύμα του χριστιανικού αγώνα μας. Συγκεφαλαιώνει όλα τα επιμέρους στοιχεία που απαρτίζουν την εν Χριστώ ζωή μας.[...]
Η διδασκαλία της Εκκλησίας μας για την εγκράτεια και την ταπείνωση του σαρκικού φρονήματος συχνά παρεξηγείται. Και παρεξηγείται όχι μόνο από ανθρώπους που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία, αλλά και από χριστιανούς, από ανθρώπους δηλαδή που είναι μέλη της.
Αγνοώντας το βαθύτερο νόημα της πίστεώς μας και παρερμηνεύοντας τη γλώσσα της χριστιανικής διδαχής, μάς κατηγορούν ότι περιφρονούμε το ανθρώπινο σώμα, θεωρώντας το σαν κάτι το κακό.
Μια τέτοια αντίληψη, απ’ όποιους κι αν υποστηρίζεται, αποτελεί δεινή πλάνη. Για τη χριστιανική ανθρωπολογία το σώμα μας είναι κάτι το ιερό. Πλασμένο «καλόν λίαν» (Γεν. 1, 31), τιμήθηκε από τον ίδιο τον Θεάνθρωπο Κύριο, αφού κατά την ενανθρώπισή Του δεν προσέλαβε μόνο την ψυχή αλλά και το ανθρώπινο σώμα.
Έτσι, μετέχει στον εν Χριστώ αγιασμό και το σώμα που φέρουμε. Και αυτή η συμμετοχή είναι που το αναδεικνύει, όπως διδάσκει ο απόστολος Παύλος, ναό του Θεού και κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος (Α’ Κορ. 3,17 . 6, 19). Και το ανθρώπινο σώμα, εξαγιασμένο με την εν Χριστώ άσκηση και τη ζωοποιό χάρη του Αγίου Πνεύματος, από τον παρόντα κόσμο, μέλλει να μετάσχει και στην άκτιστη δόξα της θείας Βασιλείας.
Αν κάτι πολεμούμε οι χριστιανοί με την άσκηση και την εγκράτεια, αυτό δεν είναι το σώμα αλλά «το φρόνημα της σαρκός» (Ρωμ. 6, 6- 7) οι εμπαθείς επιθυμίες, η ροπή προς τη φιληδονία που μετά την πτώση εμφιλοχώρησε μέσα μας.
Με την εν Χριστώ εγκράτειά μας, κατά την παροιμιώδη διατύπωση του αββά Ποιμένος στο Γεροντικό, δεν επιδιώκουμε να γίνουμε «σωματοκτόνοι» αλλά «παθοκτόνοι». Και, όπως διδάσκει ο Μ. Βασίλειος, ως εγκράτεια οι χριστιανοί δεν εννοούμε την αποχή των βρωμάτων «εις το παντελές» - αφού κάτι τέτοιο οδηγεί στον θάνατο-, αλλά «την επιτηδευόμενην αποχήν των ηδέων», αποχή που αποσκοπεί στην υπερνίκηση του φρονήματος της σαρκός και στην πραγματοποίηση «του της ευσεβείας σκοπού», που είναι ο αγιασμός μας.[...]
Η εγκράτεια – το είπαμε ήδη παραπάνω – δεν είναι μόνο η νηστεία των τροφών, η αποχή από ορισμένες τροφές ή η περιορισμένη ασιτία. Η εγκράτεια έχει ένα πολύ ευρύτερο περιεχόμενο. Επεκτείνεται και σε άλλες πλευρές της ανθρώπινης ζωής. Επιδιώκει την απαλλαγή του ασκουμένου χριστιανού από κάθε είδους πάθος.
Ο ανώνυμος σχολιαστής του αγίου Ιωάννου της Κλίμακος διακρίνει την εγκράτεια σε αισθητή και σε νοητή. «Εγκράτεια αισθητή εστιν έκκλισις από πάντων των δια σαρκός ενεργουμένων παραλόγων πράξεων, εγκράτεια δε νοητή εστιν έκκλισις νου από ηδονής νοημάτων εμπαθών».
Δηλαδή: «Αισθητή εγκράτεια είναι η απομάκρυνση από όλες τις αθέμιτες πράξεις που ενεργούμε μέσω της σάρκας. Και νοητή εγκράτεια είναι η απομάκρυνση του νου από τη φιληδονία που προκαλούν οι εμπαθείς λογισμοί».
Η εγκράτειά μας ας μην περιοριστεί μόνο στις τροφές. Η νηστεία μας ας μην εκπέσει σε μια απλή αλλαγή των διαιτολογικών συνηθειών μας. Χρειάζεται να εγκρατευθούμε πολύπλευρα. Και να εγκρατευθούμε όλοι μας, κληρικοί και λαϊκοί, άγαμοι και έγγαμοι, μεγάλοι και μικροί.[...]
Εγκράτεια στις τροφές, αλλά εγκράτεια και στη λάμψη και την αιχμαλωσία του χρήματος!
Τι αξία έχει η νηστεία, όταν η φιλαργυρία μάς έχει κυριεύσει; Και, δυστυχώς, όχι μόνο εγγάμους αλλά και αγάμους; όχι μόνο λαϊκούς αλλά και μελανειμονούντας;
Εγκράτεια ακόμη και από εμπαθείς επιθυμίες. Η εγκράτεια, όπως γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «καταμαραίνει το επιθυμητικόν της ψυχής». Ταπεινώνει τα πάθη. Μάς απαλλάσσει από τους ακάθαρτους λογισμούς. Χωρίς τη νέκρωση των εμπαθών επιθυμιών και την απελευθέρωσή μας από τους ακάθαρτους λογισμούς, δεν μπορούμε να ομιλούμε για αληθινή νηστεία και πραγματική εγκράτεια.
Αδελφοί μου,
Ας αναλάβουμε, τα όπλα μας. Τα όπλα του Πνεύματος. Τα όπλα του φωτός!
Και όλοι μας «εγκράτεια την σάρκα ταπεινώσαι σπουδάσωμεν». Άλλος δρόμος που να οδηγεί στην κοινωνία με τον ζώντα Θεό, που να μάς καθιστά μετόχους της χάριτος του Χριστού, που να μάς προετοιμάζει για μιαν επάξια συμμετοχή στα άχραντα Πάθη και την ένδοξη Ανάσταση του Θεανθρώπου Κυρίου μας δεν υπάρχει!
«Δος αίμα και λάβε Πνεύμα» υποδεικνύει ο αρχαίος ασκητής.
Η χάρη του Αγίου Πνεύματος κατακτάται με τον κόπο της εν Χριστώ ασκήσεως, με την κακοπάθεια, η οποία παρακολουθεί τον αγώνα της εγκράτειας. Έναν αγώνα που αναλαμβάνουμε από απόψε να διεξαγάγουμε με περισσότερο ζήλο και με μεγαλύτερη αυταπάρνηση, «το θείον υπερχόμενοι στάδιον της αμώμου νηστείας».
Από το βιβλίο «Στο κατώφλι της Μεγάλης Τεσσαρακοστής- Λειτουργικά και κατανυκτικά κείμενα»
Αρχιμ. Συμεών Κούτσα (νυν Μητροπολίτου Ν.Σμύρνης)
Εκδ. Αποστολική Διακονία

ΠΑΤΕΡΙΚΑ ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΑ